ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΠΑΛΙΑ
Ο μαθητής Χατζηευστρατιάδης Παύλος και η μαθήτρια Πεχλιβανίδου Παρασκευή του Α2 συνέθεσαν εργασίες στο μάθημα της Λογοτεχνίας, με αφορμή τη διδασκαλία του αποσπάσματος “Η Νέα Παιδαγωγική”, του Νίκου Καζαντζάκη παραθέτοντας τις εμπειρίες των γιαγιάδων τους για παλαιότερες μορφές του εκπαιδευτικού μας συστήματος καθώς και για συνηθισμένες μεθόδους διαπαιδαγώγησης στο σχολείο παλιά.
Υπεύθυνη καθηγήτρια Φώτη Κατερίνα, φιλόλογος.
Η Εργασία του Χατζηευστρατιάδη Παύλου ως video:
Η Εργασία της Πεχλιβανίδου Παρασκευής ως κείμενο:
Η γιαγιά μου διηγείται…
Γεννημένη μετά τον πόλεμο το 1947. Δύσκολα χρόνια διαβίωσης, κι ακόμα δυσκολότερα στην εκπαίδευση.
Οι εκπαιδευτικοί χρησιμοποιούσαν βία, εκφοβισμό, τιμωρία, ξύλο. Μόνιμα επάνω στην έδρα είχε μια βέργα. Έλειπε η παιδαγωγική, η ψυχολογία, η στήριξη του παιδιού, η αγάπη.
Οι εκπαιδευτικοί απαιτούσαν από τα παιδιά (ανάλογα τι δουλειά έκαναν οι γονείς τους): κρέας, αυγά, γάλα, κότες, αλεύρι, ξύλα και πολλά άλλα. Αν δεν τα πήγαιναν, η επόμενη μέρα ήταν μέρα τιμωρίας και ξύλου.
Οι ώρες που κυκλοφορούσαν οι μαθητές ήταν οι ώρες του σχολείου. Αν ένας μαθητής κυκλοφορούσε μετά τις 8μ.μ. την άλλη μέρα έπαιρνε αποβολή και διαγωγή κοσμία Τα αγόρια φορούσαν μόνιμα πηλήκιο (καπέλο) τα κορίτσια ποδιά και τα μαλλιά τους πλεξίδες.
Ήμουν φρόνιμη και φοβισμένη πάντα. Σε τρία χρόνια άλλαξα τρία Δημοτικά σχολεία λόγω οικογενειακών συνθηκών. Η δασκάλα μου στην Τρίτη και Τετάρτη Δημοτικού ήταν υπέροχη, τη θυμάμαι ακόμα. Στην Πέμπτη όμως τα πράγματα άλλαξαν.
Ο Δάσκαλος κρατούσε μόνιμα στα χέρια τη βέργα και τη χρησιμοποιούσε βάναυσα. Έπαψα να σηκώνω το χέρι μου να πω μάθημα, δεν ήμουν πια καλή μαθήτρια. Κάθε φορά που με κοίταζε μου έλεγε: “Εσύ θα μείνεις στάσιμη”.
28η Οκτωβρίου: Ο Διευθυντής του σχολείου με επέλεξε για το τμήμα της παρέλασης. Θα μας συνόδευε ο δάσκαλός μας. Πριν αρχίσει η παρέλαση ήρθε δίπλα μου, με έπιασε από το αυτί και με πήγε πίσω από τα αγόρια τελευταία: “Εδώ θα κάνεις παρέλαση”. Άρχισα να κλαίω, να κλαίω δυνατά. Μόλις άρχισε η παρέλαση άρχισα να τρέχω γρήγορα και έφυγα. Έφτασα στο σπίτι μας. Το σπίτι μας ήταν κλειστό και με πήρε ο ύπνος στα σκαλιά. Όταν ήρθαν οι γονείς μου κατατρομαγμένοι γιατί δεν έκανα παρέλαση, με βρήκαν σε πολύ άσχημη κατάσταση.
Την άλλη μέρα ο δάσκαλος, μόλις μπήκε στη τάξη, με έπιασε από τα μαλλιά και με έβαλε όρθια στο πίνακα. Άρχισε να με δέρνει με τη βέργα στα χέρια. Τα χέρια μου μάτωσαν, τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα, η καρδιά μου πονούσε.
Στη συνέχεια, διέταξε τα παιδιά, πρώτα τα κορίτσια και μετά τα αγόρια, να σηκώνονται ένα ένα και να με φτύνουν. Μπροστά μου στάθηκε ένα κορίτσι, Σεβαστή την έλεγαν, ήταν καινούργια συμμαθήτρια μας ήρθε από την Αθήνα. Άπλωσε το χέρι της και σκούπισε τα δάκρυά μου.
“Φτύστην! Δεν ακούς;” φώναζε οργισμένος, ο δάσκαλος.
Ο μπαμπάς μου λέει : “Ένα χαστούκι σε ένα παιδί είναι μια μαχαιριά στην καρδιά του”, ήταν η απάντηση της Σεβαστής.
Ο δάσκαλος έδωσε δυο ξυλιές στα χέρια της Σεβαστής. Χτύπησε το κουδούνι για διάλειμμα: Το μαρτύριο μου τελείωσε, η καταδίκη μου έληξε.
Το βράδυ πριν κοιμηθώ μου είπε ο μπαμπάς μου: “Αύριο θα ‘ρθω να σε πάρω εγώ από το σχολείο όταν σχολάσεις και θα τα πούμε με το δάσκαλό σου”.
Την άλλη μέρα, την ώρα της προσευχής, ήρθαν στο σχολείο μας, ο επιθεωρητής (σημερινός σύμβουλος), ο διοικητής της Αστυνομίας, ένας γιατρός, δύο χωροφύλακες και ένας άγνωστος κύριος, ήταν ο πατέρας της Σεβαστής, ήταν ο καινούριος εισαγγελέας της πόλης.
Ανέβηκαν όλοι στο γραφείο. Φώναζαν, μάλωναν, χαμός. Έπειτα, ησυχία. Οι δύο χωροφύλακες κρατούσαν τον δήμιο μου, τον δάσκαλό μου και έφυγαν. Ο δάσκαλος έφυγε για πάντα από το σχολείο μας. Σε τρεις μήνες δικάστηκε και απολύθηκε.
Οι συνθήκες, η ζωή, η μοίρα με κατέταξε στο μεγάλο στρατό των εκπαιδευτικών. Στα 31χρόνια προσφοράς μου στη πρωτοβάθμια εκπαίδευσης στο τομέα της Προσχολικής αγωγής, σε δύσκολες και έντονες στιγμές, το χέρι μου το πάγωναν τα λόγια της Σεβαστής:
” Ένα χαστούκι σε ένα παιδί είναι μια μαχαιριά στην καρδιά του”!